- μένοντες
- μένωstaypres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EXEQUIARUM Ritus — Apud Romanos, ubi animam aegrotus exhalare coepisset, qui proximiores erant, si domi moriebatur, spiritum eius ore excipiebant, ut desiderium discedentis e vita amici testarentur, morientisque oculos claudebant (qui postea in rogo rursus aperti)… … Hofmann J. Lexicon universale
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μεσονύκτιος — και μεσονύχτιος α, ο (ΑM μεσονύκτιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ ὥραις», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο αρχ. 1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον… … Dictionary of Greek
υπομοσχεύω — Α 1. αναπαράγω, πολλαπλασιάζω 2. μτφ. υποθάλπω («οὗτοι μὲν ὧδε μένοντες ὑπεμόσχευον τὸν πόλεμον», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μοσχεύω «ανατρέφω, φροντίζω»] … Dictionary of Greek